FORUM

 

Πλοήγηση forum
Θα πρέπει να συνδεθείτε για να μπορείτε να δημοσιεύσετε στο φόρουμ.

Το ποίημα της ημέρας

ΠροηγούμενηΣελίδα 2 από 2

Κώστας Καρυωτάκης - Το Χιόνι

Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!

Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι

να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.

Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.

 

Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.

Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,

πως κρυώνει, πως επάγωσε…

 

Έλα μέσα κοριτσάκι,

το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!

Κική Δημουλά - Ασυμβίβαστα

 

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη

ατέλειωτα μένουν.

Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,

φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.

Γι’ αυτό αναγκάζομαι

κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη

με μια εποχή φθινοπώρου ν’ αποτελειώνω.

Γεώργιος Δροσίνης - Η κόρη της Ανοίξεως
Γεννήθηκες την Άνοιξη, κι αντί να 'ρθουν οι Μοίρες
Να σε μυρώσουν βιαστικές κι ευθύς να φύγουν πάλι,
Εσύ από την άνοιξη μυρώθηκες και πήρες
Της Άνοιξης τα κάλλη.
Απ' το χρυσό τον ήλιο της χρυσώσαν τα μαλλιά σου,
Βαφτίστηκαν τα μάτια σου στης νύχτας της το χρώμα,
Κι απ' των ανθών της τη θωριά εβάφηκ' η θωριά σου
Και το μικρό σου στόμα.
Απ' τις γλυκιές της τις βραδιές τις μοσχομυρωδάτες
Πήρες τον πρώτο ανασασμό για να μοσχομυρίζεις,
Κι επήρες από τις αυγές που 'ναι δροσιά γεμάτες,
Δροσούλα για ν' ανθίζεις.
Μ' ολόχαρο κελάδημα τ' αμέτρητα πουλιά της
Εδείξανε στο στόμα σου πώς πρέπει να μιλήσει,
Κι επροίκισε το γέλιο σου με τη γλυκιά λαλιά της
Η κρυσταλλένια βρύση.

Αύγουστος- Οδυσσέας Ελύτης

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε

Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε

Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά

Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

 

(Τα Ρω του Έρωτα)

Η πορτοκαλένια - Οδυσσέας Ελύτης

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ' η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!

«Τείχη» - Κωνσταντίνος Καβάφης

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

Ο ι  α γ ά π ε ς - Κώστας Καρυωτάκης

Θα ‘ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

«Αδελφέ»,  θα μου πουν, «δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ένα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

«Τα χρυσά πού ‘ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Όταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.»

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ’ απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου…

 

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

Ἀχὸς βαρὺς ἀκούεται, πολλὰ τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σὲ γάμο ρίχνονται, μήνα σὲ χαροκόπι;
- Οὐδὲ σὲ γάμο ρίχνονται οὐδὲ σὲ χαροκόπι.
Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ᾿ ἀγγόνια.
Ἀρβανιτιὰ τὴν πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο:

«Γιώργαινα, ρίξε τ᾿ ἄρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ Σούλι.
Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ Σούλι κι ἂν προσκύνησε, κι ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
ἡ Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει».

Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόρες καὶ νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ᾿, μαζί μου ἐλᾶτε».
Καὶ τὰ φυσέκια ἀνάψανε, κι ὅλοι φωτιὰ γενῆκαν.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ - Ιωάννης Πολέμης
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ' αγάπησα κι αν σ' αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου - Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν' αγγίξει.

Αφιέρωση – Μαρία Πολυδούρη

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα στὴν πόρτα μου ἔξω.

Κίτρινο φορεῖ στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα

χέρια της μία κιθάρα θλιβερή Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ

πληθώρα μέσα της ἤχους καὶ ἤχους.

Ἱερὴ κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα

ποὺ ἦταν γλυκιά καὶ γίνηκε πικρή,

Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει.

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ

στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη

Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε

σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ

τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.

 

Βρες χρόνο για δουλειά -αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας.

Βρες χρόνο για σκέψη -αυτό είναι η πηγή της δύναμης.

Βρες χρόνο για παιχνίδι -αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης.

Βρες χρόνο για διάβασμα -αυτό είναι το θεμέλιο της γνώσης.

Βρες χρόνο να είσαι φιλικός -αυτός είναι ο δρόμος προς την ευτυχία.

Βρες χρόνο για όνειρα -αυτά θα τραβήξουν το όχημά σου ως τ΄αστέρια.

Βρες χρόνο ν΄αγαπάς και ν΄αγαπιέσαι -αυτό είναι το προνόμιο των Θεών.

Βρες χρόνο να κοιτάς ολόγυρά σου -είναι πολύ σύντομη η μέρα για να ΄σαι εγωιστής.

Βρες χρόνο να γελάς -αυτό είναι η μουσική της ψυχής.

Βρες χρόνο να είσαι παιδί -για να νιώθεις αυθεντικά ανθρώπινος.

Το όνειρο του παιδιού είναι η Ειρήνη.

Τ΄ όνειρο της μάνας είναι η Ειρήνη.

Τα λόγια της αγάπης κάτω απ΄ τα δέντρα είναι η Ειρήνη...

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα

κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.

ΠροηγούμενηΣελίδα 2 από 2