Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα, στηηῆς Βη- στῆς Βηθλεὲμ τὴν πόολη,
ἐκεῖ δεντρὶ δὲν ἤτανε, δεεεντρί- δεντρὶ ξεφανερώθη.
Κι ἀνάμεσα στοὺς κλώνους του, ἀααγγέ- ἀγγέλοι κι ἀρχαγγέελοι
κι ὁ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελος ξεεεφτε- ξεφτερουγᾶ καὶ λέεει:
-Χριστέ, γιὰ δῶσ᾿ μου τὰ κλειδιὰ καιαιαὶ τὰ- καὶ τὰ χρυσὰ κλειδάκια,
ν᾿ ἀνοίξω τὸν παράδεισο, νααα μπῶ- νὰ μπῶ σὲ περιβόολι,
νὰ κόψω μῆλο δροσερό, νααὰ πιῶ- νὰ πιῶ νερὸ δροσᾶατο,
νὰ γείρω ν᾿ ἀποκοιμηθῶ σεεὲ νε- σὲ νεραντζιὰ ῾πὸ κάτω.
Καὶ σᾶς καληνυχτίζουμε, πεεεσέ- πεσέτε κοιμηθῆητε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε κι ἐεευθύς- κι εὐθὺς ὡς σηκωθῆητε,
στὴν ἐκκλησία τρέξετε ὅοολοι- ὅλοι μὲ προθυμίιαν
καὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκούσετε τηηη θεὶ- τὴ θεία λειτουργία.