Έθιμα του Γάμου στα Δαρνακοχώρια των Σερρών

Ο Γάμος, ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, ως τελετή διατηρείται, αιώνες τώρα, ίδιος και απαράλλαχτος. Από τα έθιμα όμως γύρω απ’ αυτόν, λίγα μόνο διατηρούνται, μερικά κοινά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.

Είναι όμως σχεδόν πανομοιότυπα σ’ όλα τα λεγόμενα Δαρνακοχώρια. Ο Γάμος, από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια, ήταν και είναι σταθμός στην ιστορία του ανθρώπου. Δύο άνθρωποι, με τις ευχές των γονιών τους και τις ευλογίες της Εκκλησίας, καλούνται «εις γάμου κοινωνία», «εις σάρκα μίαν», να μοιραστούν τις χαρές και τις λύπες της ζωής – αυτό συμβολίζει και το κρασί που πίνουν από το ίδιο ποτήρι κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου – να κάνουν παιδιά, να δουν «τέκνα τέκνων»1.  Παράλληλα, ήταν και μία δoκιμασία για όλους, με ταλαιπωρίες και έξοδα. «Αν δεν παντρέψεις κι αν δεν χτίσεις, δεν ξέρεις τι θα πει ταλαιπωρία», λέγεται χαρακτηριστικά μέχρι σήμερα. Οι δυσκολίες μεγάλωναν, αν ανάμεσα στα άλλα, έμενε η νύφη έγκυος, κατά το «όλα του γάμου δύσκολα κι ή νύφη γκαστρωμένη»! Τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τα νεώτερα χριστιανικά χρόνια, μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, τον πρώτο λόγο για το γάμο τον είχαν συνήθως οι γονείς. Στις παλιότερες μάλιστα, καθαρά ανδροκρατούμενες, κοινωνίες το λόγο είχε ο πατέρας. Τα παιδιά, εξάλλου, δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες να γνωριστούν, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο νέος γνώριζε τη μέλλουσα σύζυγο του είτε στην εκκλησία είτε σε κανένα πανηγύρι, ή στα νεώτερα χρόνια, μετά τον πόλεμο, στο «νυφοπάζαρο», στη βόλτα του χωριού! Ο γάμος, κατά κανόνα, γινόταν σε μικρή ηλικία, 16-17 ετών. Πριν από το γάμο γινόταν ο ανεπίσημος αρραβώνας. Όταν «ταίριαζαν» τα παιδιά και συμφωνούσαν για να παντρευτούν και ανακοίνωναν τα σχέδια τους στους γονείς, άρχιζαν οι συζητήσεις για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των δύο οικογενειών, την τυχόν συγγένεια, που μπορούσε να ματαιώσει το γάμο και στη συνέχεια πήγαινε ο προξενητής από το σπίτι του γαμπρού για να συζητήσει με τον πατέρα της νύφης τις λεπτομέρειες.

Δεν ήταν όμως σπάνιο και το «κλέψιμο της νύφης», όταν οι δύο νέοι συναντούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια.  Σχετική είναι ή παροιμία «αν θέλει ή νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός»!  Αν το κορίτσι κι οι γονείς του δέχονταν την πρόταση, ο προξενητής την άλλη μέρα έπαιρνε δώρο από το «παλικάρι» (έτσι έλεγαν τον νέο στα Δαρνακοχώρια) και το πήγαινε στο κορίτσι, και δώρο από το κορίτσι πού το πήγαινε στο παλικάρι.

Τα δώρα αυτά τα ονόμαζαν «σ’μάδια», δηλ. σημάδια, και ήταν η συμφωνία για τον αρραβώνα. Συνήθως, ήταν ένα μαντήλι κεντημένο ή κάλτσες, τα γνωστά ως «τσουράπια». Όταν κάποιος από τους δυο ήθελε να διαλύσει τον αρραβώνα, επέστρεφε τα «σ’μάδ’», τα δώρο. Στους αρραβώνες – στην «αρραβώνα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά είχαν σημασία οι φάσεις της σελήνης, το φεγγάρι έπρεπε να είναι στη γέμιση. Στους επίσημους αρραβώνες το σόϊ του γαμπρού πήγαινε τα «ο νια», ένα έθιμο πού συνηθίζεται και σήμερα. Τα σ’νιά2 είναι πανέρια γεμάτα δώρα για τη νύφη. Τα δώρα συνοδεύονταν απαραιτήτως και από ένα ψάρι γεμιστό στο φούρνο – κατά κανόνα γριβάδι. Μέσα στα σ’νιά, ανάμεσα στα άλλα δώρα, ήταν και το δαχτυλίδι της νύφης. Η πρόσκληση των συγγενών στο γάμο γινόταν την Παρασκευή από τη νύφη και το Σάββατο από το γαμπρό. Οι προσκλήσεις δεν ήταν γραπτές, όπως είναι σήμερα. Δυο-τρία παιδιά γύριζαν το βράδυ, χτυπούσαν τις πόρτες των συγγενών και έδιναν ένα μήλο, λέγοντας χαρακτηριστικά την έκφραση-πρόσκληση: «Νά’στι (να είστε) καλεσμέν’στου τάδε το γάμο».

Παλιότερα, στις αρχές του αιώνα μας, αντί για μήλο, έδιναν 3 γαρίφαλα, μπα­χαρικά. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή -εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις- και τον έλεγαν Χαρά, γιατί όλο το χωριό, κατά κάποιο τρόπο, χαιρόταν. Χαιρόταν ο νέος και η νέα πού επρόκειτο να παντρευτούν. Χαίρονταν οι γονείς τους, οι συγγενείς τους και όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι χαίρονταν, διότι θα φορούσαν τα καλά τους, θα έτρωγαν εκλεκτά φαγητά -πού τα στερούνταν τις άλλες μέρες- θα έπιναν ρακί, θα τραγουδούσαν και προπαντός, θα χόρευαν με νταούλια και ζουρνάδες ή με ακορντεόν.

Τα προικιά απλώνονταν στο σπίτι της νύφης από την Παρασκευή. Η νύφη έβγαζε την προίκα από τα σεντούκια, τα κιλίμια, τα σεντόνια, τα μα­ντήλια, τα τραπεζομάντιλα, τα πλεκτά, τα τσουράπια, τα κεντήματα και άλλα είδη του εμπορίου και τα άπλωνε στα δωμάτια και στο «τσιαρντάκι».  Την Κυριακή, μετά την εκκλησία, όλο το χωριό περνούσε για να θαυμά­σει τα εκθέματα. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, -οι υπηρέτες- μ’ ένα μαντήλι στο βραχίονα, κερνούσαν τον κόσμο λουκούμι ή ρακί. Ο επικεφαλής όλης αυτής της διαδικασίας του γάμου ονομαζόταν «πυρουχτσής».Εν τω μεταξύ, στα υπόστεγα της αυλής, στο φούρνο, ετοιμάζονταν τα φαγητά σε καζάνια, πάνω σε φωτιά πού άναβαν με καυσόξυλα για το φαγοπότι, πού συνήθως κρατούσε ως τις βράδυνες ώρες της Κυριακής. Κατά το μεσημέρι, αντιπροσωπεία του γαμπρού, με επικεφαλής τον κουμπάρο, ερχόταν για να παραλάβει την προίκα. Για να παραδοθεί όμως ή προίκα, έπρεπε πρώτα ο κουμπάρος να τάξει ένα δώρο πού κάποτε ήταν ένας πετεινός κι’ αργότερα εξελίχθηκε σε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Η μεταφορά της προίκας γινόταν με άλογα, αργότερα με κάρα πού έσερναν περήφανα άλογα, κατάλληλα στολισμένα με άσπρα μαντήλια στα αυτιά. Το απόγευμα γινόταν το ντύσιμο της νύφης, πού ήταν πραγματική ιεροτελεστία. Το έργο το αναλάμβαναν με ιδιαίτερη επιμέλεια και φροντίδα φίλες της νύφης πού ζούσαν και οι δύο τους γονείς. Τελευταία της φορούσαν τα «τέλια». Τα «τέλια» ήταν ένα είδος πέπλου πού ήταν καμωμένο με πολύ λεπτές χρυσές συρμάτινες κλωστές, πού κάλυπταν το πρόσωπο της νύφης, χωρίς όμως να την εμποδίζουν να βλέπει. Έτοιμη τώρα, στολισμένη, όρθια μπροστά σ’ ένα μάλλινο σεντόνι πού σκεπάζει τον τοίχο, -το λεγόμενο νυφοστόλι- δέχεται τις ευχές και τα δώρα των συγγενών της, συνήθως χαρτονομίσματα -παλιότερα και λίρες ή ντούμπλες- πού τα καρφιτσώνουν μπροστά στο στήθος της, αφού ή νύφη κάνει τις απαραίτητες «μετάνοιες».

Η ώρα περνά. Πλησιάζει ή στιγμή να ξεκινήσουν για την εκκλησία. Σε λίγο φτάνει στο σπίτι της νύφης ο γαμπρός με τον κουμπάρο και οι συγγενείς του γαμπρού. Προηγούνται τα όργανα, νταούλια και ζουρνάδες. Και ενώ οι συγγενείς παραμένουν κάτω στην αυλή, ο γαμπρός με τον κουμπάρο ανεβαίνουν για να πάρουν τη νύφη. Βρίσκουν όμως κλειστή την πόρτα, ή οποία ανοίγει μόνο όταν ακουστεί το «τάξιμο» του κουμπάρου. Ο γαμπρός μπαίνει μέσα στο δωμάτιο της νύφης με το δεξί και σπάει με το πόδι του ένα φλιτζάνι – δείγμα αξιοσόνης3. Στη συνέχεια ή νύφη κάνει τρεις «μετάνοιες» στο γαμπρό, στον κουμπάρο, στους γονείς και συγγενείς του γαμπρού, δέχεται και από αυτούς τα σχετικά δώρα κι έτσι τελειώνει η προγαμήλια τελετή. Η νύφη ό,τι ήταν να πάρει, το πήρε. Είναι χαρακτηριστική η παροιμία: «Ότι παρ η νύφ’ στο νυφοστόλ’». Τώρα όλα είναι έτοιμα για την εκκλησία. Η νύφη, πριν αφήσει το σπίτι της, έκανε τρεις «μετάνοιες», έκανε το σταυρό της και κατέβαινε τα σκαλιά.

Στην εξώπορτα γύριζε κατά την ανατολή, έκανε πάλι τα σταυρό της και ή γαμήλια πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία. Μπροστά πήγαιναν οι οργανοπαίκτες, ακολουθούσε ο γαμπρός και ο κουμπάρος και σε μικρή απόσταση, σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, ή νύφη. Πίσω ακολουθούσε όλο σχεδόν το χωριό. Η πομπή κατέληγε στην κεντρική εκκλησία του χωριού. Εκεί γινόταν το στεφάνωμα – το μυστήριο του Γάμου, κατά το γνωστό αναλλοίωτο τυπικό του Ορθόδοξου ελληνικού γάμου. Το ρύζι (για να ριζώσουν) και τα κουφέτα έπεφταν βροχή κατά το «Ησαΐα χόρευε» και, βέβαια, δεν ξεχνούσαν και το ποδοπάτημα την ώρα πού ο ψάλτης διάβαζε στον «Απόστολο» τη φράση «ή δε γυνή να φοβήται τόν άνδρα»…

Πρέπει να σημειωθεί ότι παλιότερα το στεφάνωμα δε γινόταν με αγορασμένα στέφανα, όπως σήμερα. Υπήρχαν ειδικά μεταλλικά ή ασημένια στέφανα της εκκλησίας – βαριά, πού έμοιαζαν με αυτοκρατορικά διαδήματα4.

Ύστερα από την τέλεση του Μυστηρίου, ή γαμήλια πομπή κατευθύνεται στο σπίτι του γαμπρού – πάντα από δεξιό δρόμο. Στην είσοδο του νέου σπιτιού περιμένει ή μητέρα του γαμπρού. Η νύφη της κάνει τρεις «μετάνοιες» και παίρνει από τα χέρια της τρία μήλα. Το ένα το ρίχνει προς το εσωτερικό του σπιτιού, το άλλο αριστερά και το τρίτο δεξιά, σχηματίζοντας σταυρό. Ομηρικές μάχες δίνονταν ποίος θα έπιανε το μήλο-γούρι. θα το έβαζαν το βράδυ κάτω από το προσκέφαλό τους για να ονειρευτούν τον αγαπημένο τους. Ύστερα το ζευγάρι δρασκελνούσε το κατώφλι και το υνί που έβαζαν εκεί συμβολικά, για να είναι γεροί και δυνατοί σαν το σίδηρο, ενώ ή πεθερά κερνούσε στο ζευγάρι γλυκό του κουταλιού. Καμιά φορά η πεθερά έδινε στη νύφη ένα κουβάρι κλωστές για να τις ξεπλέξει, για να διαπιστωθεί αν ή νύφη διέθετε υπομονή! Έπρεπε -ιδιαίτερα η νύφη- να προσαρμοσθεί στο νέο σπιτικό. «Νύφη μ’, όχι όπως ήξιρις, αλλά όπως βρήκες», λέει μια σχετική παροιμία. Ακολουθούσε ολονύκτιο γλέντι, με χορούς και τραγούδια ως τις πρωινές ώρες. Το πιο συνηθισμένο τραγούδι ήταν το:

Χαρά στα μάτια τον γαμπρού

πού διάλεξαν τη νύφη,

το πιο καλό κορίτσι·

Να ζήσει ή νύφη κι ο γαμπρός,

να ζήσουν, να γεράσουν και να ασπρομαλλιάσουν…

Μια βδομάδα μετά το Γάμο ακολουθούσαν τα «απογυρίσματα». Το Σάββατο αποβραδίς, η μάνα του γαμπρού έκανε φαγητό και γλυκό πού το πήγαιναν οι νιόπαντροι στο σπίτι της νύφης, ενώ την άλλη μέρα, Κυριακή, μετά την εκκλησία το ζευγάρι επισκεπτόταν τα πιο συγγενικά σπίτια, του η κουμπάρου, των θείων, δίνοντας σχετικά δώρα.

Εδώ τυπικά οι γιορτές έπαιρναν τέλος. Τώρα άρχιζαν οι δουλειές και οι ευθύνες, ιδιαίτερα για τη νύφη, πού έπρεπε να προσαρμοσθεί στην καινούργια πραγματικότητα. Μια παροιμία, πού διατηρείται ακόμη στο Νέο Σούλι, προσγείωνε τη νύφη στη δύσκολη ζωή πού την περίμενε: «Μπίτσαν (τελείωσαν) νύφη μ’ οι γιορτές. Να το πλαστήρ’ (o πλάστης), να κι ο κόπανους»! Τώρα όλο το χωριό και ιδιαίτερα οι νιόπαντροι περίμεναν την άφιξη του πρώτου παιδιού.  Μέχρι τη δεκαετία του ’60 τα νιόπαντρα ζευγάρια έμεναν κατά κανόνα μαζί με τους γονείς του γαμπροί, σύμφωνα με τις αρχές της πατριαρχικής οικογένειας. Σιγά-σιγά όμως και εξαιτίας των τριβών, πού ήταν φυσικό και, αναμενόμενο να αναφύονται σε τέτοιες περιπτώσεις, και στα Δαρνακοχώρια άρχισε να επικρατεί ή πυρηνική οικογένεια και, κατά συνέπεια, ή δημιουργία νέου σπιτικού. Παλαιότερα, στην κλειστή κοινωνία, οι γάμοι ήταν συνήθως καθαρή υπόθεση μεταξύ των νέων του χωριού. Σπάνια γινόταν «εξαγωγή» η «εισαγωγή» γαμπρού ή νύφης. Σήμερα, με την εκμηδένιση των αποστάσεων, τα Δαρνακοχώρια τείνουν να γίνουν ένα μεγάλο χωριό. Το σχέδιο «Καποδίστριας», με την υποχρεωτική ένταξη και ενοποίηση ομόρων χωριών σε Δήμους, κινείται και προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

Αναστάσιος Μπέγκος- Φιλόλογος

Πηγή άρθρουκαι φωτογραφίας: http://gym-n-souliou.ser.sch.gr

Στην ίδια κατηγορία...