Κοινή δήλωση των ιστορικών κ. Παρασκευά –Μάριου Τουρτούνη και κ. Manfried Hermann Rauchensteiner για τις σχέσεις Αυστρίας – Τουρκίας και Ελλάδας – Τουρκίας μέσα στην ιστορία

Συγγραφή κειμένου: Παρασκευάς-Μάριος Ι. Τουρτούνης – Ιστορικός

Σήμερα, εν έτει 2021, η Ελλάδα και η Ευρώπη καλούνται να αντιμετωπίσουν από κοινού μια κατ’ εξακολούθηση κλιμάκωση της έντασης που προκαλείται από μέρους της Τουρκίας πάνω σε διάφορα ζητήματα που έχουν ανακύψει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, σχετικά με το Αιγαίο πέλαγος, την Κύπρο το προσφυγικό, την Λιβύη κ.ά.

Στην πορεία της ιστορίας, οι σχέσεις της Ελλάδας και της Ευρώπης με την Τουρκία (παλαιότερα Οθωμανική αυτοκρατορία) έχουν υποστεί αρκετές διακυμάνσεις: άλλοτε υπήρξαν πιο ήπιες (έως και φιλικές!), κι άλλοτε περισσότερο τεταμένες. Οι εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες ήταν (και είναι) εκείνες που υπαγόρευαν κάθε φορά την φύση των σχέσεων της Ελλάδας ή κάποιας άλλου ευρωπαϊκού κράτους με την Τουρκία.
Στο παρόν κείμενο, στο οποίο έχω την τιμή να διατυπώνω τις απόψεις μου από κοινού με τον επιφανή Αυστριακό στρατιωτικό ιστορικό, αξιότιμο κ. Manfried Hermann Rauchensteiner, πρόκειται να μας απασχολήσουν οι σχέσεις που τήρησαν (και τηρούν) η Αυστρία και η Ελλάδα με την Τουρκία στην πορεία της ιστορίας.

  Οι σχέσεις Αυστρίας – Τουρκίας μέσα στην πορεία της ιστορίας                                                                                                                                                          Όσον αφορά στις σχέσεις της Αυστρίας (άλλοτε Αψβουργικής αυτοκρατορίας) με την Τουρκία (άλλοτε Οθωμανική αυτοκρατορία), έχουμε περιόδους πολέμων να εναλλάσσονται με περιόδους εύθραυστης ειρήνης, ή ακόμη και συμμαχικής συνεργασίας. Πιο συγκεκριμένα, η αυτοκρατορία των Αψβούργων (από το 1804 Αυστριακή αυτοκρατορία, και από το 1867 Αυστροουγγαρία), ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα αποτελεί, ως ισχυρός γείτονας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έναν από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες της περαιτέρω επέκτασης των Οθωμανών στην κεντρική Ευρώπη. Κατά την περίοδο 1593-1606 σημειώθηκε πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, ο οποίος έληξε με την συνθήκη ειρήνης του Σιτβατόροκ. Σύμφωνα με την συνθήκη αυτή, ο Οθωμανός σουλτάνος αναγνώρισε τον Αψβούργο αυτοκράτορα ως ισότιμό του (padisah). Ήταν η πρώτη φορά που Οθωμανός σουλτάνος αναγνώριζε άλλον ηγεμόνα ως ισότιμό του, καθώς, μέχρι τότε, θεωρούσε όλους τους άλλους ηγεμόνες ως κατώτερούς του. Αυτή η αναγνώριση είναι ενδεικτική της αλλαγής συμπεριφοράς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

Το 1683 διαδραματίζεται η δεύτερη αποτυχημένη πολιορκία της αψβουργικής πρωτεύουσας, Βιέννης, από τους Οθωμανούς Τούρκους. Με αυτή την αποτυχημένη πολιορκία ξεκινά ο αποκαλούμενος «Μεγάλος Τουρκικός Πόλεμος», στον οποίο η Οθωμανική αυτοκρατορία μάχεται εναντίον ενός μεγάλου ευρωπαϊκού συνασπισμού που αποτελείται από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, το Βασίλειο της Ρωσίας, την Πολωνολιθουανική Συνομοσπονδία, και την Βενετία. Ο πόλεμος αυτός έληξε το 1699 με ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς που τερμάτιζε τον πόλεμο αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την απόσπαση της Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και της βόρειας Σερβίας από τους Οθωμανούς, και την απόδοση των εδαφών αυτών στην αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Στη συνέχεια, ορισμένες από τις εξεγέρσεις υποτελών λαών στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατευθύνονται από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, όπως π.χ. στην περίπτωση της Μολδοβλαχίας, όπου οι ντόπιοι ηγεμόνες της, κατά τις αρχές του 18ου αιώνα, φαίνεται ότι ερχόντουσαν κρυφά σε συνεννόηση με εκπροσώπους των Αψβούργων.

Έπειτα από την λήξη του Αυστρο-οθωμανικού πολέμου του 1787-1791, ο Οθωμανός σουλτάνος αποφάσισε να κάνει μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα πλαίσια των οποίων ίδρυσε, για πρώτη φορά, μόνιμες πρεσβείες στη Βιέννη και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Μετά από λίγα χρόνια, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όχι και τόσο παράδοξα, η Αυστριακή αυτοκρατορία της εποχής του Αυστριακού καγκελαρίου Μέττερνιχ εμφανίστηκε ως η κυριότερη Μεγάλη Δύναμη που επιθυμούσε διακαώς την διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και καταδίκαζε ρητά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 κατά των Οθωμανών Τούρκων!

Αργότερα, κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα, μετά την υπογραφή της ταπεινωτικής, για τους Οθωμανούς, συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου που τερμάτιζε τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1877-1878, η Αυστροουγγαρία έσπευσε, μαζί με μερικές άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, να απειλήσει την Ρωσία με νέο Κριμαϊκό πόλεμο, κατορθώνοντας να σύρει, με αυτόν τον τρόπο, την Ρωσία σε αναθεώρηση των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η αναθεωρημένη συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη στο Βερολίνο στις 13 Ιουλίου του 1878, στερούσε από την Ρωσία τα τεράστια ερείσματα που αποκτούσε με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στην περιοχή των Βαλκανίων με την δημιουργία μεγάλων ανεξάρτητων κρατών – δορυφόρων της (Βουλγαρία, Σερβία κλπ.), και επέστρεφε τμήμα του μακεδονικού χώρου, την Θράκη και την περιοχή της Κορυτσάς στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Επιπλέον, με βάση την εν λόγω συνθήκη του Βερολίνου, η Αυστροουγγαρία ανέλαβε να διοικεί την περιοχή της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης εν ονόματι του Οθωμανού σουλτάνου, καθώς η άμεση οθωμανική διοίκηση στην εν λόγω περιοχή δεν θα ήταν πλέον τόσο εύκολη υπόθεση, διότι ήδη απ’ το 1875 οι χριστιανοί αγρότες της περιοχής είχαν εξεγερθεί μαζικά κατά των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων της εν λόγω περιοχής. Η Αυστροουγγαρία προχώρησε στην οριστική προσάρτηση της περιοχής το 1908, όταν ανετράπη ο Οθωμανός σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ (εν ονόματι του οποίου διοικούσε μέχρι τότε την εν λόγω περιοχή) από το κίνημα των Νεότουρκων που έγινε εκείνο το έτος στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Όταν ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1912 ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας από την μία πλευρά, και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την άλλη, η Αυστροουγγαρία, αν και υποστήριζε την Οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από πολλή σκέψη αποφάσισε να μην βοηθήσει τελικά τους Οθωμανούς με στρατιωτική κινητοποίηση και έτσι παρέμεινε ουδέτερη.  Έπειτα, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), βλέπουμε την Οθωμανική αυτοκρατορία να τάσσεται στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανακτούσε βαλκανικά εδάφη που είχε προηγουμένως χάσει. Μάλιστα, προκειμένου να μπορέσει η Οθωμανική αυτοκρατορία να ανταπεξέλθει στις δαπάνες του πολέμου, η Αυστροουγγαρία, το 1915, προχώρησε στον δανεισμό 47 εκατομμυρίων κορώνων στο οθωμανικό κράτος, προκειμένου οι Οθωμανοί να μπορούσαν να αγοράσουν όπλα από τον υπερσύγχρονο (τότε) αυστροουγγρικό εξοπλισμό, παραγγέλνοντας 30 ορεινά πυροβόλα, 120 κανόνια και χόβιτζερ, 480 πολυβόλα κ.ά.

Σήμερα, η Αυστρία διαθέτει, φυσικά, μια αντι-οθωμανική ιστορική μνήμη, η οποία την κάνει να είναι αρκετά δύσπιστη απέναντι στην σύγχρονη Τουρκία, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά επιφυλακτική στο ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας μέσα στην πορεία της ιστορίας                                                                                                                                                            Όσον αφορά, τώρα, στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία (άλλοτε Οθωμανική αυτοκρατορία), έχουμε και εδώ παρόμοιες διακυμάνσεις. Μετά την δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους της Ελλάδας το 1830, το οποίο ξεπήδησε από τα σπλάχνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών υπήρχε μια αμοιβαία καχυποψία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν σημειώθηκαν προσπάθειες για προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών.

Κατά την δεκαετία του 1830 έχουμε μια τυπική συνάντηση του πρώτου Έλληνα διπλωματικού εκπροσώπου στην Οθωμανική αυτοκρατορία, Κωνσταντίνου Ζωγράφου, με τον Οθωμανό σουλτάνο. Εκεί έγινε σαφής η ανάγκη για σύναψη εμπορικής και προξενικής σύμβασης μεταξύ των δύο χωρών, η οποία τελικά υπεγράφη στις 15 Μαρτίου του 1840 από τον Οθωμανό σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ.           Ένα επεισόδιο που συνέβη το 1847 με μια μικρή προσβολή της οθωμανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας από τους εκπροσώπους της αντίστοιχης ελληνικής αντιπροσωπείας, και που οδήγησε την οθωμανική ηγεσία στην λήψη σκληρών μέτρων κατά της Ελλάδας (εκδίωξη της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας απ’ την Οθωμανική αυτοκρατορία, ακτοπλοϊκές απαγορεύσεις στα ελληνικά πλοία, κ.ά.), ξεπεράστηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αρκέστηκε τελικά σε μια απλή έκφραση λύπης για το επεισόδιο.

Το έτος 1850, οι οθωμανικές αρχές, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, κάνουν άλλη μια κίνηση προσέγγισης με την Ελλάδα: αναγνωρίζουν την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με τον Συνοδικό Τόμο.

Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας χειροτερεύουν, καθώς ο βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας, με την ευκαιρία του ρωσο-οθωμανικού πολέμου, ενθαρρύνει την επαναστατική διέγερση των Ελλήνων στα οθωμανικά εδάφη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ύστερα, το 1854, οι Μεγάλες Δυνάμεις που μάχονταν κατά της Ρωσίας και υπέρ των Οθωμανών, ανάγκασαν τον Όθωνα να αποθαρρύνει τέτοιες επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων. Η νέα ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε τότε, αποκατέστησε αμέσως τις σχέσεις της με την Οθωμανική αυτοκρατορία, υπογράφοντας μάλιστα, τον Μάιο του 1855, και την εμπορική συνθήκη της Κάλιτζας.

Κατά την περίοδο 1866-1869, όταν διαδραματίζεται η μεγάλη Κρητική Εξέγερση κατά των Οθωμανών Τούρκων, οι ελληνο-οθωμανικές σχέσεις χειροτερεύουν ξανά, διότι η τότε ελληνική κυβέρνηση ενέμεινε στην ενεργή υλική υποστήριξη των Κρητών επαναστατών. Τελικά, η νέα ελληνική κυβέρνηση Ζαΐμη κατόρθωσε να αποφύγει μια ελληνο-οθωμανική ένοπλη σύρραξη, αποσύροντας στις αρχές του 1869 την όποια βοήθεια στους Κρήτες επαναστάτες.

Αργότερα, όταν ο Οθωμανός σουλτάνος, με πρωτοβουλία του Οθωμανού φιλελεύθερου πολιτικού Μιντάτ πασά, επικυρώσει, το 1876, το πρώτο Οθωμανικό Σύνταγμα, τότε η Ελλάδα θα σπεύσει να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο από πριν την Οθωμανική αυτοκρατορία, με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Κοντόσταυλο να επαινεί πανηγυρικά τον Οθωμανό σουλτάνο για τούτο το τεράστιο μεταρρυθμιστικό βήμα που πραγματοποιήθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Μάλιστα, το 1877 ο Μιντάτ πασάς έφτασε στο σημείο να ζητήσει την σύναψη ελληνο-οθωμανικής συμμαχίας! Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση δεν δέχτηκε να προχωρήσει στο βήμα αυτό, ωστόσο, κατά την διάρκεια του ρωσο-οθωμανικού πολέμου του 1877-1878, η ελληνική κυβέρνηση Τρικούπη αποφάσισε να μην κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κατά την Διάσκεψη του Βερολίνου το 1878, την οποία διηύθυνε κυρίως η Γερμανία του Βίσμαρκ, αφέθηκε σε διμερή ελληνο-οθωμανική συνεννόηση η ρύθμιση των εδαφών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, που διεκδικούσε η Ελλάδα από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αφού η Οθωμανική αυτοκρατορία υπέβαλε τις δικές της παραχωρήσεις (έδινε στην Ελλάδα ολόκληρη την Θεσσαλία εκτός της Ελασσόνας, και την επαρχία της Άρτας από την Ήπειρο), οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεσαν την Ελλάδα να δεχτεί αυτές τις παραχωρήσεις, γεγονός που οδήγησε στην υπογραφή της ελληνο-οθωμανικής συνθήκης της Κωνσταντινούπολης στις 2 Ιουλίου του 1881.

Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1880, ο Έλληνας πολιτικός ηγέτης Χαρίλαος Τρικούπης ήταν υπέρ της διατήρησης των καλύτερων δυνατών σχέσεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία, υποστηρίζοντας μάλιστα έντονα την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Νέα επιδείνωση στις ελληνο-οθωμανικές σχέσεις έχουμε από το 1889, όταν έγινε αντιληπτό ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση υπό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη είχε παρασυρθεί σε ενεργό στήριξη της νέας εξέγερσης των Κρητών που είχε ξεσπάσει τότε κατά των Οθωμανών Τούρκων. Ως αποτέλεσμα, ακολούθησε ο σύντομος «ατυχής» ελληνο-οθωμανικός πόλεμος του 1897, με την ήττα της ελληνικής πλευράς και την επιδίκαση βαριάς πολεμικής αποζημίωσης που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο Έλληνας πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος τόνιζε την ανάγκη για την τήρηση συγκαταβατικής στάσης προς την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως, η επιθετική στάση της οθωμανικής κυβέρνησης του νεοτουρκικού κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» προς τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έδειχνε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να αναμένει για περεταίρω παραχωρήσεις των οθωμανικών αρχών προς τους Έλληνες υπηκόους.    Έτσι, τον Οκτώβριο του 1912, όταν το επέτρεψαν οι συγκυρίες, ο βαλκανικός συνασπισμός Ελλάδας – Σερβίας – Μαυροβουνίου – Βουλγαρίας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πόλεμος που στέρησε από τους Οθωμανούς όλα σχεδόν τα βαλκανικά εδάφη.

Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) η Ελλάδα, αρχικά από σιωπηρός σύμμαχος που ήταν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (λόγω της γερμανόφιλης ουδετερότητας που είχε επιλέξει να τηρήσει ο βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Α’), μεταπήδησε το 1917, με πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, κι έτσι εξελίχθηκε σε ενεργό εχθρό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οθωμανική αυτοκρατορία αναγκάστηκε να υπογράψει την συνθήκη των Σεβρών το 1920, η οποία, μεταξύ άλλων, επέτρεπε στον Ελληνικό Στρατό να καταλάβει την Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της. Αυτό, για την εθνικιστική μερίδα του τουρκικού λαού, της οποίας ηγούνταν ο Μουσταφά Κεμάλ (ο μετέπειτα Ατατούρκ), αποτελούσε σοβαρή ταπείνωση. Έτσι, το 1921-1922 ακολούθησαν τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού πολέμου σε τουρκικό έδαφος, με τις δυνάμεις των Τούρκων εθνικιστών να απωθούν και, τελικά, να εκδιώκουν οριστικά τους Έλληνες στρατιώτες από την επίμαχη περιοχή, καθώς επίσης και έδιωξαν αρκετούς Έλληνες κατοίκους που ζούσαν στις περιοχές αυτές.

Έπειτα, το 1923 η Ελλάδα και η νέα τουρκική εθνικιστική κυβέρνηση υπό τον Κεμάλ υπογράφουν την σύμβαση και την συνθήκη της Λωζάννης, οι οποίες ρυθμίζουν αρκετές ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες (ανταλλαγή πληθυσμών, νησιά ανατολικού Αιγαίου κ.ά.).

Το 1930 έχουμε την υπογραφή της ελληνοτουρκικής φιλίας και συμμαχίας από τον Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας (απ’ το 1923) Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ατατούρκ ήταν ταγός της μη επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας, γι’ αυτό και η συνεννόηση με την Ελλάδα έγινε πολύ εύκολα. Αυτή η ελληνοτουρκική φιλία κράτησε ως το 1955, όταν ξέσπασε το Κυπριακό ζήτημα.

Το 1952 η Ελλάδα και η Τουρκία, με παρότρυνση κυρίως των Η.Π.Α.,  εντάσσονται ως σύμμαχοι στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ).

Ωστόσο, από το 1955 μέχρι και σήμερα, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας γνωρίζουν πολλές διακυμάνσεις, λόγω των κύριων ζητημάτων του Αιγαίου πελάγους και της Κύπρου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, και την αποστολή του τουρκικού σεισμογραφικού σκάφους «Σισμίκ Ι» για έρευνες στην περιοχή του Αιγαίου, στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Στην σημερινή εποχή, τα ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου κάνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να είναι ακόμη σε άσχημη κατάσταση. Μικρού βεληνεκούς επεισόδια με παρενοχλήσεις ελληνικών σκαφών από τουρκικές ακταιωρούς, με υπερπτήσεις τουρκικών στρατιωτικών αεροσκαφών πάνω από το Αιγαίο, καθώς και η πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020 με την δράση του ελληνοτουρκικού ερευνητικού πλοίου «Ορούτς Ρέις» στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τις ήδη επιβαρυμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

Εν τέλει, μπορούμε εμφανώς να παρατηρήσουμε την ύπαρξη κάποιας καχυποψίας της Αυστρίας και της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Αυτό ίσως να οφείλεται, τουλάχιστον ως ένα σημείο, και στο οθωμανικό ιστορικό υπόβαθρο με τις διάφορες πολεμικές αναμετρήσεις που αναγκάστηκαν να διεξάγουν και οι Αυστριακοί και οι Έλληνες, στο παρελθόν, εναντίον των Οθωμανών Τούρκων.

Όμως, τέτοιου είδους ιστορικές προκαταλήψεις δεν θα πρέπει να υπάρχουν στην Αυστρία και την Ελλάδα. Η συλλογική ιστορική μνήμη σε αυτές τις χώρες δεν θα πρέπει να διαμορφώνεται με βάση μόνο τους αυστρο-τουρκικούς και τους ελληνο-τουρκικούς πολέμους του παρελθόντος. Είναι σαν να περιορίσουμε π.χ. τις αυστροελληνικές σχέσεις μόνο στην περίοδο του Αυστριακού καγκελαρίου Μέττερνιχ, όταν η Αυστριακή αυτοκρατορία ήταν σθεναρά εχθρική προς την Ελληνική Επανάσταση.

Θα πρέπει, λοιπόν, να ληφθούν υπ’ όψιν και οι αρκετές περίοδοι ειρήνης και συνεργασίας που υπήρχαν, όπως είδαμε, εξίσου στις αυστροτουρκικές και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Βέβαια, σημαντικό ρόλο στην αποδόμηση αυτών των αρνητικών ιστορικών προκαταλήψεων που υπάρχουν για την Τουρκία, πρόκειται να παίξει η συμπεριφορά της σύγχρονης τουρκικής ηγεσίας. Και η πολιτική του Τούρκου προέδρου κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει να έχει κάποιες επεκτατικές (οθωμανοπρεπείς, θα μπορούσαμε να πούμε) διαθέσεις, πράγμα το οποίο δεν βοηθάει καθόλου και το οποίο εντείνει, κατά κάποιον τρόπο, την ύπαρξη των αρνητικών προκαταλήψεων για την Τουρκία στην Αυστρία και την Ελλάδα, που είναι δύο χώρες οι οποίες έχουν πολεμήσει πολλάκις, κατά το παρελθόν, με τους Οθωμανούς Τούρκους.

Η μοναδική πρέπουσα πολιτική που οφείλει να ακολουθήσει η σύγχρονη Τουρκία είναι εκείνη των μη εδαφικών διεκδικήσεων και του σεβασμού της σύγχρονης εδαφικής καθεστηκυίας τάξης και των σύγχρονων αρχών, δηλ. η πολιτική που είχε ακολουθήσει στο παρελθόν ο Κεμάλ Ατατούρκ ως Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία δεν θα εγείρει πλέον την καχυποψία άλλων κρατών εναντίον της.

Επειδή, λοιπόν, όπως είδαμε, η ιστορία διαθέτει μακρά πνοή, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, είτε από την πλευρά της Αυστρίας και της Ελλάδας, είτε από την πλευρά της Τουρκίας, δεν θα πρέπει καθόλου να σπέρνουν στους λαούς τους παρελθοντικά μίση μόνο και μόνο για να εξάπτουν τα εθνικιστικά αισθήματα των λαών τους και για να γίνονται δημοφιλείς. Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, όμως οι λαοί μένουν. Και μαζί με τους λαούς δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μένουν και τα μίση με τις καχυποψίες. Γι’ αυτό, όλες οι κυβερνήσεις, από οποιαδήποτε πλευρά, οφείλουν να προωθούν πολιτικές συμφιλίωσης και συνεργασίας με τα άλλα κράτη, παραμερίζοντας τις όποιες ατυχείς στιγμές έχουν προηγηθεί μεταξύ τους κατά το παρελθόν.

Στην ίδια κατηγορία...