Προξενιό και αρραβώνας στη Θράκη

του Γιώργου Δ. Κεμαλάκη
Δεν ακούς περιστερούδα μου, ήρθα στο μαχαλά σου
κι ο μαχαλάς σου ξύπνησε και συ βαριοκοιμάσαι.
Κι σαν κοιμάσαι ξύπνησε κι αν κάθεσαι έβγα έξω,
κοιμούμαι αφέντη μ’, βαριά είμαι υπνωμένη.
Βαστώ το μαγιοβότανο μαγεύω τα κορίτσια,
βαστώ και ξυπνοβότανο ξυπνώ τις παντρεμένες.

Το παλικάρι κάθεται στο σοκάκι και τραγουδάει για να τον ακούσει η νια. η κοπέλα που γι’ αυτήν πλάθει τα όνειρα της ζωής του. Όμως, στη Θράκη η αυστηρότητα των ηθών της παλιάς εποχής και περισσότερο ο μεγάλος και αυστηρός περιορισμός των κοριτσιών δεν άφηναν την ανάπτυξη του έρωτα. Ο θεός Έρως με τις καυτερές σαΐτες του, δεν μπορούσε να βρει θύματα. Αυτά ήταν επιτυχίες μόνο των “Προξενητάδων”, που γι’ αυτούς οι πόρτες των σπιτιών που είχαν κορίτσια και αγόρια στην “ώριμη” ηλικία, ήταν ορθάνοιχτες. Η προικοθηρία ήταν τελείως άγνωστη. Αν σήμερα η κοπέλα πρέπει να διαθέτει αρκετά “κινητά” κι “ακίνητα” για να τραβήξει το “Νυμφίο”, αυτή στην παλιά εποχή ήταν το “ισχυρό φύλο” και ζητούσε ανταλλάγματα από τον γαμπρό. Συνήθως η πρώτη “κρούση” στο σπίτι της κοπέλας, γίνονταν από μια γυναίκα, θα λέγαμε την ” πρόχειρη προξενήτρα”. Αυτή πηγαίνοντας στο σπίτι έφερνε τα χαιρετίσματα της οικογένειας του υποψήφιου γαμπρού. “Ξέρτει, έρχουμι από τον τάδε και σας φέρνω τα χαιρετίσματά του. Επειδή είσαστε καλοί νοικοκυραίοι θέλει να παντρευτεί την κόρη σας:
Μούρ’ τα δύο ψηλά ν’ αγαπιούνται σ’ ένα μαχαλά,
σίντα βρίσκουνταν τα δυο τους όλον λέγουνταν.
Μούρ’ για πάρει μι για χώρισε μι,
μούρ,’ για δώσ’ μι ένα λόγο για παρηγοριά.

Και αφού πλέξει το εγκώμιο του νέου, δίνει πίστωση χρόνου, που συνήθως είναι ένας χρόνος για να σκεφθούν. Η μέρα της προξενιάς ήταν η Τετάρτη ή το Σάββατο. Μια από τις δύο αυτές μέρες της άλλης εβδομάδας, έρχονταν να πάρει την απάντηση. Αν αυτή ήταν θετική, άρχιζε η διαδικασία για την επίσκεψη της επίσημης προξενιάς που γίνονταν αποκλειστικά από άντρες. Τρεις άντρες ξεκινούν από το σπίτι του υποψήφιου γαμπρού κρατώντας ο πρώτος ένα μπουκάλι κρασί, ο δεύτερος μια πετσέτα στην οποία βρίσκονται τα σημάδια τα οποία συνήθως ήταν ένα μαντήλι κόκκινο, ή άλλου χρώματος, κεντημένο με χρυσό τέλι, μια κόκκινη κορδέλα, ένα κλαδί βασιλικό και απαραίτητα ένα χρυσαφικό που θα μπορούσε να ήταν λίρα, φλουρί, μαχμουντιές ή πεντόλιρα.
Του Μαργούδι κι ν’ Αλεξανδρής βγαίνουν στην αυλή κρυφά,
τσ’ είδγει γειτονιά κι πουσπουρίζ,
τσ’ είδγει μάνα της κι μουρμουρίζ,
σώπα βρε Μαργούδι και μη κλαις,
έβγα στην αυλή κρυφά- κρυφά.
Αν θέλεις μάνα μ’ δείρε με, πάλι εγώ θα βγαίνω στην αυλή
για να βλέπω τον Αλεξανδρή.

Ύστερα από τα συνηθισμένα καλωσορίσματα, το λόγο έπαιρναν οι προξενητάδες λέγοντας: “Εμάς μας έστειλαν εδώ, για να σας φέρουμε μερικά πράγματα. Αν θέλετε ελάτε να τα δείτε. Άνοιγαν τότε την πετσέτα και γίνονταν εγκωμιαστική κρίση των δώρων που υπήρχαν μέσα στην πετσέτα που, όπως είπαμε, ήταν τα σημάδια. Προτού, όμως, ανοίξουν την πετσέτα, ή και μετά από το άνοιγμα γίνονταν η συμφωνία της προίκας. Τι δηλαδή πεντόλιρα, δυο με τρία κιλά φιλλεμένη – υφάδι βαμβακερό – μερικά κιλά μαλλί δυο με τρεις ντούμπλες που ήταν χρυσαφικά μικρότερης αξίας από το πεντόλιρο. Οι απαιτήσεις αυτές έπρεπε να εγκριθούν από το γαμπρό, ο οποίος πιθανόν να μη γνώριζε. Γι’ αυτό ο ένας από τους τρεις προξενητάδες, ζητάει πίστωση χρόνου προκειμένου να πάει στο σπίτι του γαμπρού και να ρωτήσει γιατί όπως λένε “εμάς δεν μας έδωσαν τέτοια εντολή”. Αυτό τις περισσότερες φορές είναι τυπικό, είναι μέσα στις διαδικασίες των συνηθειών.
Παπαδοπούλα σταύρωνα νερ πούρχονταν απ’ τ’ αμπέλια
γεια σου παπαδοπούλα μου, νερ πούρχονταν απ’ τ’ αμπέλια
γεια σου ομορφούλα μου.
Βαστάει τα μήλα στην ποδιά νερ τα ρόιδια στο καλάθι,
νερ τα ρόιδια στο καλάθι έλα νοστιμούλα μου.
Τη γύρεψα ένα μήλο νερ κι εκείν’ τάδωσε όλα
γεια σου παπαδοπούλα μου, νερ κι εκείν’ τάδωσε όλα
γεια σου ομορφούλα μου.
Δεν θέλω γω τα μήλα σου νερ δεν θέλω και τα ρόιδα
γεια σου παπαδοπούλα μου, νερ δεν θέλω και τα ρόιδα
γεια σου ομορφούλα μου.
Μόν’ θέλω το λιχνός κορμί νερ και τη λιανή σου μέση
γεια σου παπαδοπούλα μου, νερ και τη λιανή σου μέση
έλα νοστιμούλα μου.

Σε λίγο ξανάρχεται ο προξενητής φέρνοντας την έγκριση του γαμπρού και όλης της οικογένειας. Μετά τη συμφωνία δίνει ο προξενητής στον πατέρα της κοπέλας κρασί να πιει. Αν το δεχτεί, τότε “επικυρώνει τη συμφωνία” και για να μάθει ο γαμπρός το γεγονός ρίχνονταν τρεις τουφεκιές, ενώ ευχαρίστως απαντάει κι εκείνος από το σπίτι του πάλι με τρεις τουφεκιές.
Δέντρα έχω στην αυλή μου κυπαρίσσια στο μπαχτσέ μου
κυπαρίσσια στο μπαχτσέ μου τζιάνου μ’ κι έπεσαν όλα τα φύλλα.
Κι έπεσαν τα φύλλα κάτω, τάμασα μεσ’ την ποδιά μου,
τάμασα μέσ’ την ποδιά μου τζιάνουμ’ έκατσα να διαλέξω.
Νέκατσα να τα διαλέξω τζιάνουμ’ βρίσκω ένα δαχτυλίδι.
Βρίσκω ένα δαχτυλίδι τζιάνουμ’ όνομα είχε γραμμένο.
Όνομα είχε γραμμένο τ’ όνομα ήταν Μητάξω.

Λίγες μέρες προτού γίνει ο αρραβώνας οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, αφού συνεννοηθούν θα κατέβουν στην Πόλη για να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες και την αγορά των δώρων που θα ανταλλάξουν. Ο αρραβώνας, φυσικά, θα γίνει στο σπίτι της νύφης. Ο γαμπρός θα πάει φορτωμένος με πολλά δώρα. Γι’ αυτό και οι ετοιμασίες στο σπίτι δίνουν και παίρνουν. Σφάζει ένα αρνί και το κάνει γεμιστό, για να το πάει ολόκληρο στο σπίτι της καλούδας του. Το βάζει σ’ ένα μεγάλο ταψί και το σκεπάζει με ένα κόκκινο μάλλινο κρασάτο μαντήλι. Ένα άλλο ταψί (σοφρά) το γεμίζει με πολλές και διάφορες καραμέλες. Ένα πιάτο μαστίχα μέσα στην οποία έχει κρύψει ένα χρυσό νόμισμα, κρυφό δώρο του στη νύφη, στη καλή του. Και ένας τρίτος σοφράς γεμάτος με δώρα της νύφης τα οποία είναι κάλτσες, παπούτσια, καλλυντικά και άλλα πολλά. Στο σπίτι της νύφης όλα είναι έτοιμα. Η νύφη λούστηκε και φόρεσε τα καλά της:
Μια Ντιρνιλούδα κι ωχ αμάν-αμάν
μια Ντιρνιλούδα λούζουνταν
Κι η μάνα της την έπλεκε,
και για νερό την έστελνε.
Σύρε κόρη μ’ τη στάμνα σου,
σύρε να φερς κρύο νερό.
Θα ‘ρθουν τα συμπεθέρια κουρασμένα από το δρόμο και θα χρειαστούν κρύο νερό για να δροσιστούν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, θέλουν να δουν αν η νύφη που θα κάνουν είναι νοικοκυρά, θέλουν να διαπιστώσουν αν όταν αυτοί δουλεύουν το καλοκαίρι στα χωράφια τους σκέφτεται. Αφού όλα ετοιμαστούν θα σχηματισθεί μια πομπή από το σόι του γαμπρού, στην οποία μπροστά πηγαίνει η πεθερά. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως σε πολλά χωριά η πομπή αυτή αποτελείται μόνο από γυναίκες. Ακόμα και το γαμπρό δεν τον αφήνουν να τους ακολουθήσει. Τα δώρα τα κρατούν τρεις κοπέλες. Οι συγγενείς της νύφης ειδοποιημένοι από πριν περιμένουν στην αυλή του σπιτιού. Η πόρτα τους είναι κλεισμένη με τσαλιά (αγκάθια) για να παρουσιάσουν εμπόδια στους επισκέπτες και να καθυστερήσουν έτσι το γεγονός. Οι επισκέπτες για να πετύχουν το “άνοιγμα της πόρτας” εγκωμιάζουν το γαμπρό και την οικογένειά του.

Άνοιξαν όλα τα δέντρα μωρ’ γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’
κι δυο μυγδαλιές μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Άνοιξε και γω καρδούλα μ’ μωρ’ γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’
σαν τριαντάφυλλο, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Βλέπω κόρη που κοιμάται μωρ’ γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’
σε χρυσό χαλί μαύρα τα μάτια θα διαβούν.
Έσκυψα να τη φιλήσω, μωρ’ γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’
δεν το δέχτηκε, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.
Πού ήσαν ξένε μ’ τόσην ώρα, μωρ’ γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’
όντα κρύωνα, μαύρα τα μάτια που θα διαβούν.

Μέσα από μια στιχομυθία εγκωμίων κι από τις δυο μεριές η πόρτα άνοιγε. Τότε μια συγγενής του γαμπρού έπεφτε λιπόθυμη ζητώντας από τη νύφη να της φέρει κρύο νερό που, όπως είπαμε, την έστειλε η μητέρα της να φέρει. Η νύφη, όμως, δεν εμφανίζεται, παραμένοντας κρυμμένη σε κάποιο κρυφό μέρος του σπιτιού. Το σόι, όμως, του γαμπρού επιμένει. Τότε παραπλανητικά και για να διασκεδάσουν φέρνουν μια κοπέλα, μια δεύτερη και μια τρίτη. Φυσικά η πλευρά του γαμπρού που γνωρίζει τη νύφη, διώχνει τις κοπέλες ώσπου εμφανίζεται ομορφοστολισμένη, με ό,τι ωραίο και πολύτιμο σε φόρεμα και ασημικά έχει και πηγαίνει κατευθείαν στην πεθερά με τα χρυσαφικά που έχει φέρει και που είναι δώρα του γαμπρού. Στη συνέχεια καλωσορίζει όλες τις γυναίκες φιλώντας το χέρι τους αρχίζοντας, φυσικά, από την πεθερά της. Φιλώντας τα χέρια των γυναικών κάνει και μια υπόκλιση, ενώ εκείνες με τη σειρά τους της δίνουν ευχές και χρήματα που έχουν κάτω από την παλάμη τους. Έπειτα, τα χειροφιλήματα ακολουθεί το τραπέζι με πρώτο φαγητό το αρνί του γαμπρού και στη συνέχεια σερβίρεται ό,τι έχει ετοιμάσει η νύφη.
Ήρθα στον τόπο που ‘θελα
τον τόπο σας δεν άρεσα.
πώχουν λαλές χελιδονολαλιές
Λαλές που σκίζουν τα βουνά,
σκίζουν βουνά και ρεματιές.

Μέσα στη βδομάδα ο πατέρας της νύφης θα στείλει ένα συγγενικό πρόσωπο με ένα μπουκάλι ούζο και θα καλέσει το γαμπρό στο σπίτι για να γνωριστούν και να φάνε παρέα. Ο γαμπρός που με αδημονία περιμένει τη στιγμή αυτή δέχεται, φυσικά, ευχαρίστως και επισκέπτεται τη νύφη συνοδευόμενος από κάποιο φίλο του.

Τώρα ο καιρός καλέ Χρυσούλα, τώρα ο καιρός φθινοπωριάζει,
τα κορίτσια αρραβωνιάζουν, θ’ αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα.
Θ’ αρραβωνιάσει κι η Χρυσούλα και θα πάρει το Νικόλα,
κι ο Νικόλας προβοδάει στ’ Δήμαρχο τη θυγατέρα.
Κι η Χρυσή καλέ Χρυσούλα, κι η Χρυσή τη στράτα παίρνει,
στο τρανό το γκιολ’ πααίνει.
Γκιόλι μου ,τρανό μου γκιόλι, τίνος νιάτα θα χαθούνε.

Στο σπίτι του ο πεθερός θα υποδεχτεί το γαμπρό και θα δεχτεί ένα ποτηράκι μέντα ή και ούζο ακόμα. Η ευχαρίστηση του πεθερού θα εκδηλωθεί με ένα δαχτυλίδι που θα δώσει στο γαμπρό. Και με τη σειρά της τώρα η νύφη παρουσιάζεται και καλωσορίζει το γαμπρό, τον οποίο πολλές φορές έβλεπε για πρώτη φορά, εκείνος με τη σειρά του της δίνει κάποιο χρυσαφικό. Η συνάντηση αυτή τα χρόνια εκείνα ήταν η πρώτη και η τελευταία μέχρι που να γίνει η χαρά.

Πηγή… alex.eled.duth.gr

Στην ίδια κατηγορία...