Λέξεις γύρω από την ποιμενική ζωή των τσοπάνηδων της Πελοποννήσου που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας …!!
Αποκόβω: απογαλακτίζω.
Ανάρμεγο: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.
Αρβάλι : Το χερούλι του χάλκινου ή τσίγκινου στρογγυλού δοχείο που χρησιμοποιούσαν για το άρμεγμα των ζώων.
Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.
Βεζά: Η ξύλινη κατασκευή κυκλικού σχήματος, στην οποία δένεται το κουδούνι ή το τροκάνι , για να κρεμαστεί όλο αυτό μαζί από το λαιμό του ζώου.
Βετούλι :Το κατσίκι που είναι ενός έτους.
Βλάχος : O τσέλιγκας, ο φουστανελάς .
Γαλάρια : Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που έχουν γάλα.
Γαλάρι: Χώρος περιφραγμένος για τη φύλαξη του κοπαδιού,
Γάστρα : Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
Γιδιά: Ασκός από δέρμα γίδας, ειδικά επεξεργασμένο και κατασκευασμένο για μεταφορά υγρών, κυρίως μούστου.
Γκιόσα : Η γίδα με μαύρο σώμα και άσπρη κοιλιά.
Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
Ζυγούρι : Το πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζωντανά : Γενικά τα ζώα
Ίγκλα: Δερμάτινη ζώνη, ειδικά κατασκευασμένη να συγκρατεί το σαμάρι στο ζώο.
Καρδάρα : Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.
Κάρμα : Το ψοφίμι.
Καλαμοβύζα: Γίδα ή προβάτα που εύκολα αρμέγονταν εύκολα
Κλαπάτσα : Αρρώστια των προβάτων.
Κονάκι : Αυτοσχέδιο καλοκαιρινό κατάλυμα του τσοπάνη
Κοζιά: το μαλλί των γιδιών
Κάπα : Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριόταν τους χειμερινούς μήνες.
Κορύτος : ποτίστρα για ζώα
Κουδούνα : Μεγάλο κουδούνι για πρόβατα.
Κουτσοκέρα : Γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.
Κούρος των προβάτων = κούρεμα των προβάτων
Κρεμανταλάς: Ξερό και διχαλωτό ξύλο μπηγμένο στο χώμα έξω από το κονάκι για να κρεμούν τις καρδάρες με το γάλα.
Κυπριά : Μεγάλα κουδούνια για να οδηγούν τα γιδοπρόβατα.
Μαντρί: Κατοικία των ζώων.
Μαντρόσκυλος: Μεγαλόσωμος σκύλος, άγριος καιάγρυπνος φύλακας του κοπαδιού.
Μαρμαρά: Προβατίνα ή γίδα που δεν γεννάει.
Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.
Ντορβάς : Είδος ταγαριού μέσα στο οποίο βάζανε λίγη ζωοτροφή.
Ντορός : Τα ίχνη ή οι πατημασιές των ζώων πάνω στο χιόνι ή στο χώμα.
Π ι τ ι ά : Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα, για να πήξουν το γάλα για τυρί.
Ρούσα : Προβατίνα ή γίδα ξανθοκόκκινη.
Σάισμα : Κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από γίδινο μαλλί. (κοζιά)
Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές το κοπάδι.
Σβουνιά: Κοπριά των αγελάδων .
Σκάρισμα : Καλοκαιριάτικη βραδινή έξοδος του κοπαδιού για βοσκή.
Σταλίσμα: Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
Στέρφα : Η στείρα θηλύκια γίδα ή προβάτα.
Στρούγκα : Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.
Ταλαγάνι = ανδρικό χοντρό ρούχο βοσκών.
Τέσα : Μεταλλικό δοχείο αρμέγματος , με χερούλι σε σχήματος τόξου και καπάκι.
Τομάρια : Τα δέρματα των προβάτων ή γιδιών.
Τροκάνι : Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο για μεγαλόσωμα ζώα.
Τσαντίλα : Μεγάλα τουλουπάνια απο βαμβακερή γάζα ( το τουλοπάνι όπως το λέμε σήμερα) για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.
Τσαρδί : Πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.
Τσαρούχια : Αυτοσχέδια παπούτσια από το δέρμα ζώων με φούντα μπροστά ή σχέτα.
Τροκάνι : Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια.
Τράγος: Αρσενικό γίδι
Τσούλα : Προβατίνα ή γίδα με μικρά αυτιά.
Τσουράπια : Τσοπάνικες κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.
Τυρόγαλο : Το υγρό που μένει από το πήξιμο του τυριού.
Τσέλιγκας: ιδιοκτήτης κοπαδιού που είχε πάνω από 500 γίδια ή πρόβατα
Τσοπάνης: ιδιοκτήτης κοπαδιού που είχε περίπου γύρω 100 γίδια ή πρόβατα
Χειμαδιά: Τόποι με χαμηλό γεωγραφικό υψόμετρο που μετάφεραν οι κτηνοτρόφοι τα κοπάδια τους χειμερινούς μήνες.
Χλιμίντρισμα: Κραυγή μουλαριού, κυρίως όταν βλέπει να του πηγαίνουν φαγητό.
Team net-periodiko.gr